- μαχαιροπώλιον
- μᾰχαιρο-πώλιον or [suff] μᾰχαιρο-εῖον, τό,A cutler's shop, Plu.Dem.15, Poll. l. c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαχαιροπωλίου — μαχαιροπώλιον cutler s shop neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιροπωλείο(ν) — μαχαιροπωλεῑον και μαχαιροπώλιον, τὸ (Α) [μαχαιροπώλης] το κατάστημα στο οποίο πωλούνταν μαχαίρια … Dictionary of Greek